Κι η αγάπη κατάντησε ζητιάνα.
Σε μια άκρη του δρόμου να ζητιανεύει ζεστές καρδιές και σώματα.
Ο ένας διάλεξε το χρήμα
Ο άλλος διάλεξε τα σπίτια
Ο άλλος σκέφτηκε τι θα πει ο κόσμος.
Ο άλλος φοβήθηκε. Δεν ήθελε να ρισκάρει.
Ο άλλος δείλιασε...
Όπου κι αν πήγαινε της έκλειναν την πόρτα. Μην τυχόν και νιώσουν. Μην τυχόν και θελήσουν να αλλάξουν τη ζωή που δεν θέλουν καν να ζουν. Μην τυχόν και ξεβολευτούν.
Κάθισε κι αυτή μόνη στους δρόμους. Άπλωνε το χέρι μα όλοι την απέφευγαν με τρόμο λες και έβλεπαν μπροστά τους λεπρό.
Άλλοι την κλωτσούσαν γιατί πληγώθηκαν από άλλους ανθρώπους.
Μα οι πιο πολλοί πάνω στη βιασύνη τους την ανγνοούσαν. Δεν την έβλεπαν καν.
Το παράπονο της ήταν μεγάλο. Ρωτούσε γιατί και τα μάτια της έσταζαν αίμα. Λες και κουβαλούσε όλο το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής στους ώμους της.
Όπως ο Χριστός είχε κουβάλησει κάποτε τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ήταν ασήκωτες.
"Άδικα θα πεθάνω", ψυθύρισε. Κανείς δε θα με ψάξει. Κανείς δε θα μάθει. Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει πια πραγματικά.
Εκείνη την ώρα ένας γέροντας πέρασε αργά. Έσκυψε όσο μπορούσε μπροστά της και της είπε: "Στοιβάζουν τα πράγματά τους σε παλάτια και ρίχνουν την αγάπη τους στα σκυλιά. Κοίτα γύρω σου. Πόση δυστυχία. Πόση μιζέρια. Πόσοι άνθρωποι κοιμούνται χώρια. Πόσοι νιώθουν μόνοι και όμως δεν κάνουν κάτι να το αλλάξουν αυτο. Η τεχνολογία τους παλάβωσε. Τους δίνει την ψευδαίσθηση ότι μέσα από τα κινητά τους ζουν.
Να θυμάσαι. Όλοι εσένα ζητάνε. Όλοι εσένα χρειάζονται ακόμη και αυτοί που δείχνουν πιο σκληροί από τους άλλους.
Όλοι εσένα ονειρεύονται κι ας κάνουν ότι έχουν ξεχάσει το νόημα. Φόρα τα καλά σου και πά νε να χτυπήσεις πόρτες. Και μια καρδιά να σώσεις, και έναν έρωτα να ζωντανέψεις και ένα παιδί να κάνεις να χαμογελάσεις, θα είναι επιτυχία".
Εκείνη έλαμψε στα λόγια του γέροντα. Πλύθηκε με τη βρόχη, ντύθηκε με φύλλα και λουλούδια και ξεκίνησε και πάλι τον αγώνα της.
Αγαπάνε οι άνθρωποι, ακόμη μπορούν και αγαπάνε.... Κάπου, κάποιοι, κάποτε...
Πράξια Αρέστη
Comments