top of page

Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος



Σε ένα άλλο παραμύθι η Κοκκινοσκουφίτσα μεγάλωσε.


Παράκουσε τις συμβουλές της μαμάς της κι αντί να προχωρήσει γρήγορά μέσα από το δάσος, έμεινε για να μυρίσει τα λουλούδια, να ξαπλώσει στα χορτάρια, να παίξει με τις πεταλούδες.


Κι εκεί γνώρισε τον λύκο. Αυτός την παρακολουθούσε και με ένα λουλούδι την προσέγγισε. Στην αρχή τρόμαξε, μα αμέσως τον ερωτεύτηκε.


Τα ξέχασε όλα. Την άρρωστη γιαγιά της, τη μαμά της που την περίμενε, τη ζωή της. Θα έμενε στο δάσος με τον κακό λύκο.


Μα ο λύκος ήταν κακός. Όλοι το ήξεραν. Ήθελε μόνο να την φάει.


Και να φάει και τη γιαγιά.


Μα αυτή πίστεψε ότι μπορούσε με την αγάπη της να τον αλλάξει.


Πίστεψε πώς αν τον αγαπούσε πολύ δυνατά, αυτός θα ξεχνούσε τις ορέξεις του για ανθρώπινη σάρκα και θα έτρωγε ώμο κρέας.


Πίστεψε πώς η αγκαλιά της, το φιλί της, το χάδι της, θα έδιωχναν την αγριάδα του μακριά.


Μα αυτός προτιμούσε τα σκοτάδια και τη μοναξιά.


Και όταν μια μέρα πήγε να τον αγκαλιάσει αυτός της έστησε παγίδα.


Την έριξε σε μια φυλακή και την κράτησε εκεί για να την παχύνει και να την φάει με άλλους λύκους τους δάσους.


Η Κοκκινοσκουφίτσα έκλαιγε μέρα νύχτα και δεν έτρωγε μπουκιά. Δεν την ένοιαζε που θα την σκότωνε, την ένοιαζε που ο λύκος δεν την αγάπησε ποτέ.


Κι αυτός όσο σκληρός κι αν ήταν τις νύχτες πονούσε τόσο που ανέβαινε σε ένα βουνό κι έκλαιγε στο φεγγάρι.


Μα ήταν λύκος. Έτρωγε ανθρώπους. Δεν μπορούσε έτσι απλά ν' αγαπήσει ένα κοριτσάκι. Τι θα έλεγαν οι άλλοι λύκοι; Θα τον κορόιδευαν.


Έτσι έκλαιγαν κι οι δύο για μέρες. Η Κοκκινοσκουφίτσα στο κλουβί της και ο λύκος μόνος στις κορφές των βουνών.


Μα αυτή η αγάπη δεν θα είχε καλό τέλος.


Γιατί οι Κοκκινοσκουφίτσες δεν αλλάζουν όπως ούτε οι λύκοι αλλάζουν και κάποιοι άνθρωποι απλά δεν ανήκουν μαζί.


Μια μέρα ένας νεαρός κυνηγός που τριγυρνούσε στο δάσος άκουσε το κλάμα της Κοκκινοσκουφίτσας και με το κυνηγετικό όπλο κατευθύνθηκε προς το σπίτι του λύκου.


Με φόρα έσπασε την πόρτα και μπήκε μέσα. Βρήκε την Κοκκινοσκουφίτσα στο κλουβί και την ελευθέρωσε.


Εκείνη την ώρα επέστρεφε ο λύκος από το κυνήγι. Βρήκε τον κυνηγό να κρατάει στα χέρια του την Κοκκινοσκουφίτσα.


Ο κυνηγός δεν κρατούσε το όπλο του. Ήταν απροστάτευτος. Έτρεμε από φόβο βλέποντας τον λύκο να τον πλησιάζει.


Μα αυτός αντί να τους επιτεθεί, τους άνοιξε την πόρτα.


Η Κοκκινοσκουφίτσα τον κοίταξε στα μάτια για τελευταία φορά, τα μάτια του ήταν γεμάτα καλοσύνη και αγάπη.


Η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη που την άφησε να φύγει.


Να ζήσει ευτυχισμένη με κάποιον που ήταν σαν αυτήν. Που θα μπορούσε να της προσφέρει όλα όσα ήθελε η ψυχή της.


Κι έζησαν χώρια, όμως, η αγάπη τους άλλαξε για πάντα.



Πράξια Αρέστη για Μικρές Ιστορίες

0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Λαμπιόνια

Comentários


bottom of page