Το ξύλινο σπιτάκι, λουσμένο στο ζεστό φως του τζακιού, καθρεφτίζεται στα γαλήνια νερά της λίμνης. Η ανάσα του φθινοπωρινού αέρα φέρνει μαζί της μυρωδιές υγρασίας, βρεγμένου ξύλου και πεσμένων φύλλων. Οι ψίθυροι των δέντρων ενώνονται με τον παφλασμό του νερού, δημιουργώντας μια μελωδία που μοιάζει να ανήκει μόνο σε αυτούς τους δύο.
Εκείνη τυλιγμένη στη μάλλινη κουβέρτα, κάθεται δίπλα στη μικρή σόμπα, με το πρόσωπό της να φωτίζεται από τη φλόγα. Εκείνος, ακουμπισμένος στη ροκάντα καρέκλα, με το ένα χέρι στο ζεστό κασκόλ που της είχε φέρει. Οι λέξεις ήταν περιττές, μόνο τα βλέμματά τους μιλούσαν. Κάθε ανάσα, κάθε κίνηση, κάθε σιωπή ήταν γεμάτη υπόσχεση.
Είναι δραπέτες, όχι από κάποιον τόπο, αλλά από τον χρόνο. Μακριά από τον θόρυβο του κόσμου, σε μια στιγμή που μοιάζει να κρατάει για πάντα. Το φθινόπωρο, με τα ξεθωριασμένα χρώματά του, δεν ήταν ποτέ τόσο ζωντανό όσο αυτό το απόγευμα. Στα μάτια του ενός καθρεφτίζεται η αγάπη του άλλου, και η αγκαλιά του φθινοπωρινού τοπίου γίνεται το καταφύγιο του έρωτά τους.
Ένα φιλί, ανάμεσα στις φλόγες και το κρύο του αέρα, έσβησε κάθε απόσταση. Φθινοπωρινοί δραπέτες, αιχμάλωτοι της στιγμής, της καρδιάς, της αγάπης.
Μικρές Ιστορίες
Comments