Γιασεμί και βότκα
- Praxia Aresti
- 31 Μαΐ
- διαβάστηκε 2 λεπτά
Αυτή μύριζε γιασεμί. Ρομαντική, βγαλμένη από μια άλλη παλιά εποχή. Σαν το άρωμα που αναδύει μια όμορφη νύχτα του Μάη σε ένα χωριό. Μπήκε στο μπαρ χωρίς να κοιτάξει γύρω της, με ένα βλέμμα που φώναζε πως δεν ψάχνει κανέναν.
Αυτός μύριζε βότκα. Όχι φτηνή βότκα αλλά από εκείνη που σου καίει το λαιμό, την καθαρή. Και ήταν λες και ένα κακό δαιμόνιο του βασάνιζε το μυαλό. Καθόταν με φίλους στο μπαρ, με ένα ποτήρι στο χέρι, παρατηρώντας τον κόσμο σαν να έψαχνε κάτι που ήξερε πως δε θα βρει εύκολα.
Τον πλησίασε χωρίς λόγο. Η μυρωδιά βότκας μπήκε στο αίμα της σαν παγωμένο δηλητήριο. Αυτός ο άνδρας... Ήταν ένα άλυτο μυστήριο, μια ψυχή που τάραξε την δική της.
Κι αυτός σταμάτησε να ψάχνει. Η μυρωδιά από γιασεμί του έφερε μνήμες από την παιδική του ηλικία. Τότε που έπαιζε ανέμελα στην αυλή της γιαγιάς του κάτω από το ανθισμένο γιασεμί και ο αέρας μύριζε αγάπη.
— Τι πίνεις, τη ρώτησε λες και την ήξερε από παλιά.
— Θέλω αυτό που πίνεις κι εσύ, του απάντησε. Βότκα. Λες και ήθελε να νιώσει ό,τι ένιωθε κι αυτός. Να κάνει τα σκοτάδια του δικά της.
Κάθισε δίπλα του χωρίς να ρωτήσει καν το όνομά του. Το γιασεμί της μπλέχτηκε με τη βότκα του, λες το κακό και το καλό συναντήθηκαν χωρίς να συγκρουστούν και γέννησαν τον έρωτα. Αυτόν που λυτρώνει. Η σιωπή τους ήταν πιο δυνατή από λέξεις. Δεν χρειάστηκε να πουν τίποτα.
Η ώρα πέρασε κι εκείνη έπρεπε να φύγει. Βγήκαν μαζί έξω. Ήταν μια γλυκιά νύχτα του Ιούνη. Τα αστέρια έδιναν το τέλειο φόντο και η πανσέληνος τη ζεστασιά μιας υπόσχεσης. Τον κράτησε από το χέρι. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε.
— Πες μου κάτι αληθινό, του είπε.
— Δεν είμαι έτοιμος να σ’ αφήσω να φύγεις.
Κι εκείνη έμεινε.
Και οι δυο ήξεραν πως αυτό δεν ήταν απλώς ένα βράδυ. Ήταν η αρχή ενός έρωτα που θα μύριζε γιασεμί και θα έκαιγε σαν βότκα.
Comments